- ταχτάρισμα
- το убаюкивание, укачивание (ребёнка) на ру ках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχτάρισμα — το 1. με τα χέρια κούνημα βρέφους πάνω κάτω για να καθησυχάσει ή να διασκεδάσει το ίδιο. 2. τραγουδάκι κατά το ταχτάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχτάρισμα — Είδος νανουρίσματος. Το τ. είναι τραγούδι με το οποίο οι μητέρες χορεύουν με τα χέρια τα μωρά τους. Τα τ. μοιάζουν ως προς το περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως ζωηρότερο ρυθμό, ανάλογο με τις χορευτικές κινήσεις. * * * το, Ν [ταχταρίζω]… … Dictionary of Greek